- εναλλαγή
- η1. αμοιβαία διαδοχή, διαδοχική αλλαγή: Εναλλαγή ημέρας και νύχτας.2. (βιολ.), μεταβολή, αλλαγή: Εναλλαγή της ύλης.3. (βιολ.), το φαινόμενο που παρατηρείται όταν οργανισμοί (ζωικοί ή φυτικοί) δε μοιάζουν με τους γεννήτορες, αλλά έχουν τα χαρακτηριστικά πολύ μακρινού προγόνου ή και πλάγιων συγγενών.4. ανταλλαγή: Εναλλαγή αιχμαλώτων.5. η απροσδόκητη μεταβολή ρήματος, χρόνου ρήματος, αριθμού ή προσώπου με άλλο: Ταχιά θα κάνουμε πανιά, ταχιά θα ξεκινήσω (Π. Νιρβάνας).6. η ημιπερίοδος εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.